- καμπανούλα
- (Campanula). Γένος φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), την οποία και χαρακτηρίζει. Περιλαμβάνει πολυάριθμες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, αυτοφυείς στα δάση και στους βοσκότοπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου 40 είδη, μεταξύ των οποίων η κ. το γογγύλιον, με όρθιο βλαστό και λευκή, σαρκώδη και επιμήκη ρίζα, φύλλα βάσης αντωοειδή, οδοντωτά, βραχύμισχα και ανώτερα λογχοειδή και άμισχα. Τα άνθη της είναι κυανοϊώδη, σε επιμήκη σταχυόμορφο βότρυ, με μικρή, χοανοειδή στεφάνη. Άλλοτε την καλλιεργούσαν στο εξωτερικό ως σαλατικό, για τις εδώδιμες ρίζες και τα νεαρά φύλλα της. H κ. η ελληνικήστρογγυλόφυλλη είναι κοινή σε βραχότοπους των βουνών της δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Αποκτά ποικίλες διαστάσεις, με κατώτερα φύλλα καρδιοειδή, οδοντωτά και απώτερα στενά, λογχοειδή, ακέραια· τα άνθη της είναι μονήρη, ιωδιόχρωμα. Η κ. τουΆθω φτάνει σε ύψος έως 1 μ. και ανθίζει από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο· έχει κωδωνοειδή, μεγάλα, έντονα κυανο-ιώδη άνθη, σε μασχαλιαίους βότρεις, και ανώτερα φύλλα προμήκη, οδοντωτά. Αυτοφυή στην Ελλάδα είναι επίσης η κ. η διχοτόμος,η κ. η κυρτή, η κ. η ετερόφυλλη,η κ. η άγρια, η κ. η κεφαλληνιακή, η κ. η πολύρριζη, η κ. η έρινη κ.ά.
Υπάρχουν πολυάριθμα είδη κ. με καλλωπιστική αξία, όπως κ. η περσικόφυλλη, με άνθη κυανά ή λευκά, η κ. η πυραμιδοειδής, η κ. η καρπαθική, η κ. η μεσαία κ.ά.
Άνθος της καμπανούλας της ελληνικής, που συναντάται σε βραχότοπους των βουνών της δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου.
Άνθος καμπανούλας (γογγύλι), τα φύλλα και οι ρίζες της οποίας τρώγονται.
* * *η(υποκορ. τού καμπάνα*)1. μικρή καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνίσκος2. είδος φυτού που ανήκει στην τάξη καμπανουλώδη.
Dictionary of Greek. 2013.